ομπυάζω

ομπυάζω
βλ. εμπυάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομπυάζω — και εμπυάζω όμπυασα, ομπυασμένος, (αμτβ., για τραύματα, πληγές, σπυριά), πιάνω, σχηματίζω πύο: Όμπυασε πάλι το σπυρί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπυάζω — και ομπυάζω (για τραύματα, πληγές, σπειριά κ.λπ.) σχηματίζω πύον, εμπυούμαι …   Dictionary of Greek

  • εμπυούμαι — ἐμπυοῡμαι ( όομαι) (Α) μεταβάλλομαι σε πύον, διαπυούμαι, ομπυάζω …   Dictionary of Greek

  • εμπυώ — (I) ἐμπυῶ ( έω) σχηματίζω πύον, ομπυάζω. (II) ( όω) (AM ἐμπυῶ) (συνήθ. το μέσ.) εμπυούμαι ( όομαι) προκαλώ εμπύηση, μεταβάλλω σε πύον …   Dictionary of Greek

  • εμπυάζω — έμπυασα, εμπυασμένος, και ομπυάζω (για πληγές, δοθιήνες κτλ.), σχηματίζω πύο, μαζεύω πύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”